- φαλκιδεύω
- Ν1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας3. διαστρεβλώνω4. υποκλέπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος*, όν. ρωμαϊκού νόμου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλκιδεύω — φαλκιδεύω, φαλκίδευσα και φαλκίδεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαλκιδεύω — φαλκίδεψα, φαλκιδεύτηκα, φαλκιδεμένος, κάνω φαλκίδευση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλκίδευση — η, Ν [φαλκιδεύω] 1. καταπάτηση δικαιώματος, περιορισμός απαίτησης 2. διαστρέβλωση … Dictionary of Greek